Ο αρχαιολογικός χώρος της Πέλλας βρίσκεται στο Δήμο Πέλλας, σε απόσταση 39 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Η ανασκαφική έρευνα, που μπορεί να διαχωρισθεί σε τέσσερις περιόδους (1915, 1957-1963, 1976-1990, 1991 ως σήμερα) έχει αποκαλύψει ένα μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας του μακεδονικού βασιλείου, την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του.
Η περιοχή στην οποία εγκαθιδρύθηκε η πρωτεύουσα των Μακεδόνων, στο τέλος του 5ου αι. π.Χ., ήταν παραθαλάσσια με διαχρονική κατοίκηση από την 3η χιλιετία (Πρώιμη Εποχή Χαλκού) ως και τον 4ο αι. μ.Χ. Οι προσχώσεις των ποταμών της περιοχής με την πάροδο των χρόνων περιόρισαν το άνοιγμα του Θερμαϊκού κόλπου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην περιοχή αυτή μία λιμνοθάλασσα νότια της Πέλλας. Προεξείχε μόνον μια οχυρωμένη νησίδα μέσα σε αυτήν (ο Φάκος, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές), που επικοινωνούσε με την ξηρά με ξύλινη γέφυρα Η λιμνοθάλασσα αυτή, γνωστή αργότερα ως λίμνη των Γιαννιτσών, αποξηράνθηκε τη δεκαετία του ‘30 δημιουργώντας στη θέση της μία εύφορη πεδιάδα.
Η αρχαία πόλη στα ελληνιστικά χρόνια είχε τη μεγαλύτερη έκτασή της καταλαμβάνοντας έκταση 4.000 περίπου στρεμμάτων. Γνωρίζουμε σήμερα το πολεοδομικό σχέδιό της, με ορθογώνιες ισοπλατείς (47 μ.) οικοδομικές νησίδες, που διαχωρίζονται κάθετα και οριζόντια με δρόμους, πλάτους 6 και 9 μ. αντίστοιχα. Ο πλατύτερος οριζόντιος δρόμος, 15 μ., διέσχιζε κατά το πλάτος την πόλη, στο κέντρο της. Ένωνε προφανώς από τις πύλες των τειχών, ανατολικά και δυτικά, με την Αγορά, στο κέντρο της πόλης. Οι κύριες κάθετες οδικές αρτηρίες, που ξεκινούσαν από το λιμάνι, αλλά και όσες περιέβαλλαν σημαντικά οικοδομήματα, ήταν πλακόστρωτες και πλαισιώνονταν με στοές. Σε μία περίπτωση, στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης, υπήρχαν και πεζοδρόμια στις δύο πλευρές του δρόμου. Στο κυρτό (για τη διαρροή των νερών) οδόστρωμά του διακρίνονται καθαρά ίχνη διέλευσης αμαξών. Το άριστα οργανωμένο σύστημα πήλινων υδρευτικών και κτιστών αποχετευτικών αγωγών που διέσχιζε τους δρόμους της πόλης, τα φρεάτια καθαρισμού, οι δεξαμενές, οι κρήνες, τα πηγάδια, τα δημόσια και ιδιωτικά λουτρά μαρτυρούν μία ιδιαίτερη επιμέλεια για την εξασφάλιση καλών συνθηκών υγιεινής.
Οι βασικοί άξονες του πολεοδομικού σχεδίου της πόλης, που χαράχθηκαν πιθανότατα στο τέλος του 5ου αι. π.Χ., διατηρήθηκαν και στα ελληνιστικά χρόνια, δίνοντας τη δυνατότητα μίας δυναμικής και απόλυτα συμμετρικής και οργανωμένης επέκτασής της μέσα στην ανοικτή πεδιάδα, στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Είναι γνωστά τμήματα των οχυρώσεων της α΄ οικοδομικής φάσης της πόλης (τέλος 5ου αι.-γ΄ τέταρτο 4ου αι. π.Χ.) και των ελληνιστικών χρόνων (τελευταίο τέταρτο 4ου αι. π.Χ.- αρχές 1ου αι. π.Χ.), με λίθινο το κάτω και πλίνθινο το επάνω τμήμα, με πύλες που διέθεταν εσωτερικές αυλές και πύργους. Από πύλη του βόρειου τείχους των ελληνιστικών χρόνων, που διήρχετο βόρεια του Ανακτόρου, είχε κανείς απευθείας πρόσβαση στο ανακτορικό συγκρότημα, που καταλάμβανε έκταση 70.000 περίπου τ.μ σε λόφο βόρεια της πόλης, με θέα την πεδιάδα και το Θερμαϊκό κόλπο. Από μνημειακό πρόπυλο στη νότια πλευρά εισήρχετο κανείς στις πέντε κτιριακές ενότητες, με μεγάλους υπαίθριους χώρους, όπου εξυπηρετούνταν οι ανάγκες διαβίωσης της βασιλικής οικογένειας, των αξιωματούχων και του προσωπικού, οι ανάγκες φιλοξενίας, λατρευτικών τελετουργιών, διοίκησης, σωματικής άσκησης (παλαίστρα), υγιεινής (λουτρά), αποθήκευσης και εργαστηριακών διεργασιών.
Στο κέντρο της πόλης βρισκόταν η Αγορά, το μεγάλο παραγωγικό, εμπορικό και διοικητικό στωικό συγκρότημα, που αναπτύσσεται γύρω από μία μεγάλη πλατεία. Καταλαμβάνοντας τη θέση 10 οικοδομικών τετραγώνων στο κέντρο της πόλης, είχε έκταση 70.000 τ.μ. Στην Αγορά υπήρχαν εργαστήρια και καταστήματα πώλησης κεραμικής, κοροπλαστικής, μεταλλοτεχνίας, αρωματικών υλών, τροφίμων, κρασιού κ.λπ. Στη βόρεια πτέρυγα βρισκόταν η έδρα των πολιταρχών και σε περίστυλο κτίριο (στο νοτιοδυτικό τμήμα του συγκροτήματος) το δημόσιο αρχείο της πόλης, όπως μαρτυρά το πλήθος των πήλινων σφραγισμάτων δημόσιων εγγράφων. Στα δυο ιερά (Μητέρας των Θεών και Αφροδίτης, Δάρρωνος), που ερευνήθηκαν μέσα στην πόλη, ενταγμένα σε οικοδομικές νησίδες και στο θεσμοφόριο, ΒΑ. της πόλης, μαρτυρείται η λατρεία των θεοτήτων του ελληνικού πανθέου με οργάνωση και τελετουργίες, όμοιες με αυτές του λοιπού ελληνικού χώρου. Μεγάλες, πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες αποκαλύφθηκαν στα οικοδομικά τετράγωνα του κέντρου της πόλης, έκτασης 1.000-3.160 τ.μ., οι περισσότερες όμως κατοικίες, που ερευνήθηκαν σε διάφορες περιοχές της πόλης είχαν έκταση 125-5.000 τ.μ. Το σύνολο σχεδόν των κατοικιών είχαν ως πυρήνα την αυλή πλαισιωμένη με στοές, με δωρική ή ιωνική κιονοστοιχία. Στο πίσω μέρος των στοών αναπτύσσονταν οι χώροι των κατοικιών, πολλές φορές και σε δεύτερο όροφο. Τα ψηφιδωτά δάπεδα των δωματίων παράθεσης γευμάτων, οι διακοσμημένοι με πολύχρωμα κονιάματα τοίχοι, ο γενικότερος σχεδιασμός, τα κατασκευαστικά στοιχεία και ο εξοπλισμός των παραπάνω κτιρίων μαρτυρούν το ανώτερο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της πόλης.
Το παλιότερο νεκροταφείο της Πέλλας (τέλος 5ου αι.-γ΄ τέταρτο 4ου αι. π.Χ.) βρίσκεται στην περιοχή της Αγοράς, ενώ ταφική χρήση κυρίως από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. και εξής, ως τις αρχές του 1ου αι. π.Χ., έχουν μεγάλες εκτάσεις έξω από το ανατολικό και δυτικό τείχος της πόλης. Στα νεκροταφεία της Πέλλας αντιπροσωπεύονται όλοι οι τύποι της ταφικής αρχιτεκτονικής, ενώ τα κτερίσματα παρέχουν πλήθος στοιχείων για την κοινωνική διαστρωμάτωση, την οικονομία, τις επικοινωνιακές σχέσεις με άλλες περιοχές, τη γλώσσα (δωρική διάλεκτο), τη θρησκεία, τις αντιλήψεις για το θάνατο, τα ταφικά έθιμα. Το επιγραφικό υλικό βεβαιώνει ότι στην Πέλλα, από το τέλος του 5ου αι. π.Χ. και εξής, υπήρχε μία πολυεθνική κοινωνία με πολύπλευρες δραστηριότητες, οι οποίες κατέστησαν την πόλη επίκεντρο της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής κίνησης της κοσμοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Η παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα της πόλης δεν διακόπηκε ούτε από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση (168 π.Χ.), όπως μαρτυρούν τα ανασκαφικά ευρήματα του β΄ μισού του 2ου αι. π.Χ. Αλλά και μετά το σεισμό των αρχών του 1ου αι. π.Χ., που προκάλεσε τη σταδιακή εγκατάλειψή της και τη μετακίνηση του πληθυσμού στη γειτονική, δυτικά, ρωμαϊκή αποικία της Πέλλας (ιδρυμένη το 30 π.Χ.), ορισμένα τμήματα της παλιάς μακεδονικής πρωτεύουσας, που βρίσκονταν κοντά στις ακτές του Θερμαϊκού κόλπου, εξακολουθούσαν να κατοικούνται ως και τον 4ο αι. μ.Χ.
Τα αρχαιολογικά λείψανα, που αντικρίζει σήμερα ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου, είναι αυτά της περιόδου ανοικοδόμησης της πόλης (τελευταίο τέταρτο 4ου αι. π.Χ.), με τις επεμβάσεις των ελληνιστικών χρόνων.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Γ΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΣΤΗΡΙΞΗΣ (2002-2009)
Η συντήρηση και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της Πέλλας αποτέλεσε κύριο μέλημα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Έτσι, η ανασκαφική δραστηριότητα περιορίσθηκε μόνον στις σωστικές έρευνες και οι προσπάθειες της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων επικεντρώθηκαν στην εκπόνηση των απαραίτητων μελετών για την υλοποίηση του παραπάνω έργου. Την περίοδο 1995-2000 εκπονήθηκε η μελέτη συνολικής ανάδειξης της Πέλλας και της περιοχής της (χρηματοδοτημένη και εποπτευόμενη από το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων), η μελέτη ανέγερσης νέου μουσείου (εποπτευόμενη από τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Υπουργείου) και η πρώτη μελέτη συντήρησης των αρχιτεκτονικών λειψάνων από τη ΙΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Μετά την έγκρισή τους και την ένταξη των παραπάνω έργων στο Γ΄ Κ.Π.Σ., άρχισε η υλοποίηση μίας συνολικής παρέμβασης του ΥΠ.ΠΟ.Τ. για τη συντήρηση και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων της Πέλλας. Η πρώτη φάση του Έργου της Συντήρησης και Ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Πέλλας και της περιοχής της υλοποιήθηκε την περίοδο 2002-2009 από το Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων, ενώ η ανέγερση του νέου Μουσείου (επίσης ενταγμένη στο Γ΄ Κ.Π.Σ.) υλοποιήθηκε την περίοδο 2007-2009. Η έκθεση του μουσείου οργανώθηκε το 2009 από τη ΙΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, βάσει της μουσειολογικής και μουσειογραφικής μελέτης που εκπόνησε.
Στόχοι του Έργου «Συντήρηση - ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Πέλλας και περιοχής της», με προϋπολογισμό 7.673.843,51 €, ήταν:
α. Η ενοποίηση του αρχαιολογικού χώρου, τον οποίο τετρατομούσαν στον άξονα Α-Δ ο μεγάλης κυκλοφορίας εθνικός δρόμος Θεσσαλονίκης - Έδεσσας και στον άξονα Β-Ν ο επαρχιακός δρόμος εισόδου στο σύγχρονο οικισμό της Πέλλας. Μεγάλο μέρος του χώρου καταλάμβαναν και τα αγροτεμάχια της περιοχής, για τη διακοπή της καλλιέργειας των οποίων είχαν κινηθεί οι σχετικές διαδικασίες από τη δεκαετία του ‘80.
β. Η δημιουργία των απαραίτητων υποδομών για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του χώρου.
γ. Η συντήρηση και αποκατάσταση των αρχιτεκτονικών λειψάνων, που βρίσκονταν σε κακή κατάσταση λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου ασβεστόλιθου.
δ. Η ενημέρωση των επισκεπτών.
Ο πρώτος στόχος, της ενοποίησης του χώρου επιτεύχθηκε με την κατάργηση τμήματος του εθνικού δρόμου Θεσσαλονίκης - Έδεσσας σε όλο το πλάτος της αρχαίας πόλης (στον άξονα Α-Δ) και την απαλλοτρίωση 146.000 τ.μ. στο νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα του. Το καταργημένο τμήμα του παραπάνω δρόμου αντικατέστησε νέος παρακαμπτήριος δρόμος, νότια του επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου, έργο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Από τον παρακαμπτήριο αυτό δρόμο, που ξεκινά από την περιοχή του ανατολικού νεκροταφείου της αρχαίας πόλης και καταλήγει στην περιοχή του δυτικού τείχους και του δυτικού νεκροταφείου της, είναι πλέον προσβάσιμη η νέα είσοδος του αρχαιολογικού χώρου. Σε αγροτεμάχιο νότια της εισόδου, που προορίζεται για χώρος στάθμευσης, διενεργήθηκαν δοκιμαστικές τομές για την έρευνα αρχαιολογικών καταλοίπων, προκειμένου αυτό να επιστρωθεί μελλοντικά. Για τη διέλευση των επισκεπτών επάνω από σύγχρονο αρδευτικό κανάλι, που μεσολαβεί μεταξύ του χώρου στάθμευσης και του επισκέψιμου χώρου, κατασκευάστηκε το μεγαλύτερο τμήμα μεταλλικής πεζογέφυρας. Αποκαταστάθηκε έτσι η είσοδος στην αρχαία πόλη από νότια, από την περιοχή του λιμανιού, όπως συνέβαινε και στην αρχαιότητα. Ο επισκέπτης διαβαίνοντας την πεζογέφυρα καταλήγει σε κεντρική οδική αρτηρία της πόλης, με προσανατολισμό Β-Ν, αντικρίζοντας, βόρεια το νέο μουσείο και το χώρο του ανακτόρου, όπου μπορεί να φθάσει μελλοντικά διασχίζοντας αυτόν τον δρόμο. Γίνονται έτσι άμεσα αντιληπτά το μέγεθος και η οργάνωση της πόλης με οικοδομικές νησίδες επάνω σε καθαρούς κάθετους και οριζόντιους άξονες. Στην περιοχή της νέας εισόδου, στο δεύτερο από νότια οικοδομικό τετράγωνο, δυτικά του κύριου δρόμου πρόσβασης, κατασκευάστηκαν στωικές κτιριακές μονάδες, σε ψηλότερο επίπεδο από τα διερευνημένα αρχαιολογικά στρώματα, για την εξυπηρέτηση της κοπής εισιτηρίων, της απόθεσης αποσκευών, της πώλησης βιβλίων, εντύπων και αντιγράφων, της λειτουργίας αναψυκτηρίου και των χώρων υγιεινής. Οι παραπάνω κατασκευές, λιτές και διακριτικές, με διαμόρφωση μεγάλων χώρων πρασίνου, αφ’ ενός εξυπηρετούν τη λειτουργία του χώρου και αφ’ ετέρου, καθώς είναι ενταγμένες μέσα στο οικοδομικό τετράγωνο, βοηθούν στην κατανόηση της ένταξης και του όγκου των αρχαίων κτιρίων μέσα στις οικοδομικές νησίδες. Στο ανατολικό τμήμα του απέναντι οικοδομικού τετραγώνου υπάρχει η μονάδα ενημέρωσης των επισκεπτών, ένα ημιυπαίθριο κτίριο με τρεις αμφιθεατρικούς χώρους, δύο μικρούς, ανοικτούς για χρήση τους θερινούς μήνες και ένα μεγαλύτερο κλειστό, για το χειμώνα, με μεγάλα υαλόφρακτα ανοίγματα στα τοιχώματα, έτσι ώστε ο επισκέπτης να μην χάνει την επαφή με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Τα δάπεδα των ανοικτών χώρων του παραπάνω κτιρίου διακοσμούνται με σύγχρονα ψηφιδωτά, με διακόσμηση εμπνευσμένη από τα αρχαία ψηφιδωτά της Πέλλας, σηματοδοτώντας ένα από τα σπουδαιότερα ανασκαφικά ευρήματα.
Για τη σαφέστερη διαγραφή των εξωτερικών πλευρών των οικοδομικών τετραγώνων συντηρήθηκαν και αποκαταστάθηκαν οι εξωτερικοί τοίχοι των τετραγώνων, που πλαισιώνουν τον παραπάνω Β-Ν δρόμο-κύρια πρόσβαση ως την περιοχή της Αγοράς, αλλά και ορισμένων τετραγώνων που περιβάλλουν δρόμους με προσανατολισμό Α-Δ, κυρίως στην περιοχή της νέας εισόδου του χώρου. Οι παραπάνω εργασίες εκτελέστηκαν βάσει επιμέρους μελετών συντήρησης των αρχιτεκτονικών λειψάνων συγκεκριμένων περιοχών, που εκπονήθηκαν στο πλαίσιο του έργου. Προκειμένου να επιστρωθούν οι αρχαίοι δρόμοι, που προγραμματίσθηκαν να δοθούν σε χρήση, διενεργήθηκαν δοκιμαστικές τομές για τη μελέτη των επάλληλων αρχαίων οδοστρωμάτων. Η έρευνα αυτή προσέφερε σημαντικά νέα στοιχεία: αποκάλυψε τάφους της Εποχής του Χαλκού (3η χιλιετία), της Εποχής του Σιδήρου (9ος-7ος αι. π.Χ.), των αρχαϊκών (6ος αι. π.Χ.) και των κλασικών χρόνων (5ος αι. π.Χ.), που βεβαιώνουν τη διαχρονική κατοίκηση της θέσης της μακεδονικής πρωτεύουσας, χωροθετώντας έτσι και τις οικιστικές εγκαταστάσεις των παραπάνω περιόδων νότια της περιοχής της νέας εισόδου του αρχαιολογικού χώρου. Αποκαλύφθηκαν ακόμα νέα τμήματα της βόρειας οχύρωσης της παλαιότερης οικοδομικής φάσης της μακεδονικής πρωτεύουσας (τέλος 5ου αι.-γ΄ τέταρτο 4ου αι. π.Χ.) σε δρόμους της ελληνιστικής πόλης, όπου αυτή δεν είχε καταστραφεί από τις μεταγενέστερες κατασκευές. Διερευνήθηκαν δίκτυα υδροδότησης και αποχέτευσης, με πήλινους σωλήνες και κτιστές κατασκευές αντίστοιχα, με φρεάτια καθαρισμού και υπόγειες λαξευτές σήραγγες, και βεβαιώθηκε η ύπαρξη στοών και πλακοστρώσεων σε κύριες οδικές αρτηρίες (όπως αυτή με προσανατολισμό Α-Δ, που οδηγεί στην περιοχή του ιερού του Δάρρωνος). Εκτός των παραπάνω όμως σημαντικών πληροφοριών για την υποδομή της αρχαίας πόλης, νέα σημαντικά στοιχεία προέκυψαν από τα κινητά ανασκαφικά ευρήματα και για τη ζωή των κατοίκων της Πέλλας, τις ταφικές πρακτικές, τις θρησκευτικές αντιλήψεις, τις επικοινωνιακές σχέσεις με άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου, π.χ. τις Κυκλάδες στα προϊστορικά χρόνια, την Αθήνα και την Κόρινθο στα αρχαϊκά και κλασικά.
Κτίρια με ιδιαίτερα ευαίσθητα αρχιτεκτονικά λείψανα, όπως το δημόσιο λουτρό στην περιοχή της νέας εισόδου του χώρου και το δημόσιο αρχείο της πόλης στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αγοράς, προστατεύθηκαν με μόνιμα μεταλλικά στέγαστρα, όμοια χρωματικά με τα μεταλλικά στοιχεία των μονάδων εξυπηρέτησης των επισκεπτών.
Συντηρήθηκαν και αναδείχθηκαν, βάσει μελετών συντήρησης - αποκατάστασης αρχιτεκτονικών λειψάνων που εκπονήθηκαν στο πλαίσιο του έργου, χώροι της νότιας και ανατολικής πτέρυγας της Αγοράς, καθώς και της βορειοανατολικής γωνίας του συγκροτήματος. Εκτός των τοίχων, αποκαταστάθηκαν και τα δάπεδα των παραπάνω χώρων, τμήματα του ανατολικού και βόρειου στυλοβάτη της κεντρικής πλατείας, καθώς και η κλιμακωτή βορειοανατολική πρόσβαση στο συγκρότημα της Αγοράς από το δρόμο που διέρχεται βόρεια.
Σε επιλεγμένα σημεία του αρχαιολογικού χώρου, για την ξεκούραση και την ενημέρωση των επισκεπτών, τοποθετήθηκαν μεταλλικά σκίαστρα με πινακίδες κάτω από αυτά, με εποπτικό υλικό για την Πέλλα και συγκεκριμένα συγκροτήματα. Πινακίδες εποπτικού υλικού τοποθετήθηκαν και στο μεγάλο κλειστό αμφιθέατρο του κτιρίου ενημέρωσης των επισκεπτών, στην περιοχή της νέας εισόδου, όπου προβάλλεται και ταινία 7 λεπτών για τον αρχαιολογικό χώρο της Πέλλας, η οποία δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του έργου. Η ταινία προβάλλεται και στο νέο μουσείο παράλληλα με μία άλλη, ενημερωτική για την έκθεση. Ακόμη, υλοποιήθηκε έκδοση δίγλωσση (ελληνικά, αγγλικά) για όλες τις παραπάνω εργασίες που εκπονήθηκαν στο πλαίσιο του Γ΄ Κ.Π.Σ., οι οποίες ανακοινώθηκαν σε επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες εντός και εκτός Ελλάδας, σε διαλέξεις τοπικού, πανελλήνιου και διεθνούς χαρακτήρα (Λονδίνο, Οξφόρδη), αλλά αποτέλεσαν και θέματα επιστημονικών μελετών. Εδώ πρέπει να σημειωθεί και η συμμετοχή του ΥΠ.ΠΟ.Τ. με τη μελέτη συνολικής ανάδειξης της Πέλλας και της περιοχής της, την περίοδο 1998-2001, στο ευρωμεσογειακό πρόγραμμα P.I.S.A., καθώς η μελέτη αυτή κρίθηκε πιλοτική για το σχεδιασμό ολοκληρωμένων παρεμβάσεων στους αρχαιολογικούς χώρους. Στο παραπάνω πρόγραμμα συμμετείχαν δέκα χώρες της μεσογειακής λεκάνης (Ευρώπης και Βόρειας Αφρικής). Το 2001 (14-20 Μαΐου) διενεργήθηκαν στη Θεσσαλονίκη οι εργασίες του εργαστηρίου που οργάνωσε η ελληνική συμμετοχή (Δ/νση Σχέσεων Ελλάδας-Ε.Ε του ΥΠ.ΠΟ.Τ., Τ.Α.Π.Α., ΙΖ΄ Ε.Π.Κ.Α.), με θέμα «Η ερμηνεία και παρουσίαση του αρχαιολογικού χώρου». Η ενημέρωσή μας για είδη και μεθόδους επεμβάσεων για την ανάδειξη αρχαιοτήτων άλλων χωρών υπήρξε ιδιαίτερη χρήσιμη κατά την υλοποίηση του έργου του Γ΄ Κ.Π.Σ. στην Πέλλα.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ - ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (Ε.Σ.Π.Α. 2010-2013)
Η Β΄ φάση του Έργου του Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε. «Συντήρηση - ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Πέλλας και περιοχής της. Β΄ φάση», ενταγμένο στο Ε.Σ.Π.Α., με προϋπολογισμό 5.000.000 Ευρώ, υλοποιείται από τον Οκτώβριο του 2010. Στόχος του νέου προγράμματος είναι η συνέχιση των εργασιών συντήρησης - αποκατάστασης αρχιτεκτονικών λειψάνων σε κομβικές περιοχές του αρχαιολογικού χώρου και η ολοκλήρωση των εργασιών ανάδειξής του. Βάσει νέων μελετών συντήρησης - αποκατάστασης αρχιτεκτονικών λειψάνων, οι οποίες εγκρίθηκαν το Νοέμβριο του 2010, προγραμματίζονται σχετικές επεμβάσεις σε επιλεγμένες περιοχές, με τις οποίες ο επισκέπτης έρχεται άμεσα σε επαφή μόλις εισέλθει στο χώρο. Η πρώτη περιοχή επέμβασης είναι το νότιο και βόρειο τμήμα του οικοδομικού τετραγώνου με το κτίριο ενημέρωσης. Το νότιο τμήμα του τετραγώνου, όπου αποκαλύφθηκαν κτίρια με δημόσιο χαρακτήρα, με αυλές, πηγάδια, δεξαμενές, εργαστηριακούς χώρους με κλιβάνους και αποθηκευτικούς με πιθάρια στη θέση τους, θα είναι ορατό από τους δρόμους νότια και δυτικά του. Στο βόρειο όμως τμήμα του τετραγώνου δημιουργούνται δύο πυρήνες επίσκεψης των αρχαίων κτιρίων. Από το άνοιγμα εισόδου που υπάρχει στο δυτικό εξωτερικό τοίχο του τετραγώνου, θα εισέρχεται πλέον σε ένα οργανωμένο εργαστήριο κεραμικής του 3ου αι. π.Χ., όπου θα μπορεί να κατανοήσει (με τη βοήθεια και εποπτικού υλικού) όλη τη διαδικασία της κεραμικής παραγωγής. Στο κτίριο υπάρχουν αυλή με φρεάτιο με μεγάλο μονολιθικό προστομιαίο, βάση βωμού, δεξαμενές πλύσης πηλού, δυο κεραμικοί κλίβανοι, χώροι αποθήκευσης πηλού και αγγείων, χώροι υγιεινής με δεξαμενή. Στη συνέχεια, ο επισκέπτης, από το εργαστήριο κεραμικής ή και από τους δρόμους βόρεια και ανατολικά του τετραγώνου, μπορεί να εισέλθει στο κτίριο του δημόσιου λουτρού, έκτασης 1.080 τ.μ., που καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τμήμα του τετραγώνου. Είναι το παλαιότερο ως σήμερα γνωστό λουτρό στο βορειοελλαδικό χώρο, στο οποίο μπορεί να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη των λουτρικών εγκαταστάσεων, καθώς το κτίριο χρησιμοποιείται από το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. ως τις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Διαθέτει μεγάλους χώρους με βοτσαλωτά δάπεδα και μαρμαροθετήματα, χώρους με λουτήρες, πισίνα, δεξαμενή και μία πρώιμη μορφή υποδαπέδιας θέρμανσης, την παλαιότερη στον ελλαδικό χώρο, με θερμαντικό αγωγό, που διασχίζει το κτίριο σε όλο το πλάτος του, με διαμορφωμένη εστία τροφοδοσίας με καύσιμη ύλη. Έτσι, ο επισκέπτης μέσα στους δύο παραπάνω πυρήνες επίσκεψης, αμέσως μετά τη γενικότερη ενημέρωσή του στο κτίριο της περιοχής της εισόδου, μπορεί να κατανοήσει με τη βοήθεια των αρχαιολογικών καταλοίπων και το κατάλληλο εποπτικό υλικό, δύο τομείς της δημόσιας ζωής, τη διαδικασία της κεραμικής παραγωγής και τις συνθήκες υγιεινής του σώματος, που σηματοδοτούν την έντονη παραγωγική δραστηριότητα της πόλης και το ανώτερο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων.
Ο άλλος πυρήνας δραστηριότητας, στο πλαίσιο του Ε.Σ.Π.Α. αφορά στο συγκρότημα της Αγοράς, όπου ολοκληρώνεται η συντήρηση των αρχιτεκτονικών λειψάνων και η αποκατάσταση των δαπέδων του βόρειου τμήματος της ανατολικής πτέρυγας. Προγραμματίζονται ανάλογες επεμβάσεις και στη βόρεια πτέρυγα, βάσει νέας εγκεκριμένης μελέτης.
Παράλληλα με τις παραπάνω εργασίες, θα αποκατασταθούν οι διαδρομές των επισκεπτών με επιστρώσεις και άλλων δρόμων της αρχαίας πόλης, κυρίως στην περιοχή μεταξύ της νέας εισόδου και της Αγοράς, που είναι άμεσα επισκέψιμη. Παράλληλα θα γίνει και η συντήρηση - αποκατάσταση των εξωτερικών τοίχων των οικοδομικών τετραγώνων που πλαισιώνουν τους παραπάνω δρόμους, για τη σαφή οριοθέτηση των τετραγώνων, όπως και στην προηγούμενη περίοδο. Ακόμα, θα διανοιχθούν οι δύο, Β-Ν, δρόμοι της πόλης που πλαισιώνουν το ιερό της Μητέρας των Θεών και της Αφροδίτης, βόρεια της Αγοράς, ως το νέο μουσείο, έτσι ώστε να επιτευχθεί η σύνδεσή του με τον αρχαιολογικό χώρο (το νέο μουσείο είναι προς το παρόν προσιτό μέσω του σύγχρονου οικισμού). Για το σκοπό αυτό, αλλά και την ενοποίηση του βόρειου τμήματος του αρχαιολογικού χώρου τόσο με το νέο μουσείο όσο και με το Ανάκτορο βορειότερα, έχει κινηθεί διαδικασία απαλλοτρίωσης αγροτεμαχίων 241.754 τ.μ. που καταλαμβάνουν αυτήν την περιοχή. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί η ενδεχόμενη δυσκολία προσέγγισης των πεζών επισκεπτών του χώρου στο μουσείο και στο ανάκτορο λόγω των μεγάλων αποστάσεων. Για το σκοπό αυτό, στη μελέτη συνολικής ανάδειξης της Πέλλας προβλεπόταν η κυκλοφορία μικρών οχημάτων μεταφοράς επισκεπτών σε κάποιον από τους διανοιχθέντες δρόμους της πόλης, με κατάλληλη επίστρωση. Θα επανεξετασθεί η πρόταση της μελέτης, για την επιλογή της πλέον συμβατής σε σχέση με τον αρχαιολογικό χώρο επίλυσης του προβλήματος. Για την ξεκούραση και την πληρέστερη ενημέρωση των επισκεπτών θα δημιουργηθούν δύο ακόμη στάσεις με σκίαστρα και πινακίδες πληροφόρησης, σε επιλεγμένα σημεία του χώρου. Τέλος, προγραμματίζεται έκδοση σχετική με όλο το παραπάνω αρχαιολογικό έργο.
Επειδή βέβαια με τις παραπάνω επεμβάσεις συντήρησης των αρχιτεκτονικών λειψάνων δεν θεραπεύεται το πρόβλημα στο σύνολο των άμεσα ορατών λειψάνων του επισκέψιμου χώρου, πρέπει να γίνουν επεμβάσεις και σε άλλους τομείς (κτίρια περιοχής ιερού Δάρρωνος, ιερό Μητέρας Θεών και Αφροδίτης, «κατοικία κονιαμάτων» και «κατοικία του Ποσειδώνος», μικρά τετράγωνα νότια της Αγοράς, Ανάκτορο), μετά από εκπόνηση σχετικών μελετών. Για τα κατάλοιπα που βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης, σχεδιάζεται η κατάχωση και ενδεχομένως η σήμανσή τους με ουδέτερο υλικό, για την αποκατάσταση των κατόψεων των κτιρίων.
Προβληματικό είναι ακόμη και το κτίριο του παλαιού μουσείου, το οποίο βρίσκεται μέσα στα όρια Β-Ν δρόμου - κεντρικής πρόσβασης στο χώρο, που διέρχεται ανατολικά του τετραγώνου του δημόσιου λουτρού και δυτικά της κατοικίας του Διονύσου. Θεωρούμε ότι το κτίριο αυτό, το οποίο βρίσκεται πλέον σε κακή κατάσταση διατήρησης, πρέπει να κατεδαφισθεί, ώστε να γίνει δυνατή η ενοποίηση του χώρου στην περιοχή αυτή.
Στο πλαίσιο του Ε.Σ.Π.Α. προγραμματίζεται και η αποπεράτωση της μεταλλικής πεζογέφυρας στην περιοχή της νέας εισόδου του αρχαιολογικού χώρου, έτσι ώστε να επιτευχθεί η είσοδος των επισκεπτών στο χώρο, καθώς και η λειτουργία του καθορισμένου χώρου στάθμευσης έξω από τον επισκέψιμο χώρο, σύμφωνα με την εγκεκριμένη μελέτη (η είσοδος γίνεται σήμερα προσωρινά από υπάρχουσα μικρή γέφυρα και χρησιμοποιείται τμήμα οικοδομικού τετραγώνου, μέσα στον επισκέψιμο χώρο, για στάθμευση). Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι αναμένεται από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας η υλοποίηση ανισόπεδου κόμβου άμεσης σύνδεσης του νέου παρακαμπτηρίου δρόμου με τη νέα είσοδο του χώρου, για να παύσει η ταλαιπωρία των επισκεπτών εκείνων, που για να επιστρέψουν από τον αρχαιολογικό χώρο της Πέλλας στη Θεσσαλονίκη, υποχρεώνονται να κατευθυνθούν ως το σύγχρονο οικισμό της Νέας Πέλλας δυτικά, για να μπορέσουν να εισέλθουν νόμιμα στο αντίστοιχο κυκλοφοριακό ρεύμα που οδηγεί προς τη Θεσσαλονίκη.
Με την ολοκλήρωση των παραπάνω παρεμβάσεων το 2013, ο αρχαιολογικός χώρος της Πέλλας θα είναι σε μεγάλο τμήμα του ενοποιημένος, θα έχει σε πλήρη λειτουργία υποδομές για την εξυπηρέτηση και την ενημέρωση των επισκεπτών και τα αρχιτεκτονικά λείψανα σε αρκετές περιοχές θα είναι προστατευμένα και συντηρημένα. Εκτός των εργασιών που έχουν παραπάνω επισημανθεί, για να θεωρηθεί ολοκληρωμένη η παρέμβαση στον αρχαιολογικό χώρο της Πέλλας, πρέπει να μας απασχολήσει και η καλή λειτουργία του αρχαιολογικού χώρου. Ακόμα και αν επιλυθούν τα τωρινά προβλήματα, όπως η προγραμματισμένη από τις μελέτες προσέγγιση και αναχώρηση των επισκεπτών, η σύνδεση χώρου και μουσείου - ανακτόρου και η διευκόλυνση της κυκλοφορίας των επισκεπτών στην περιοχή αυτή, θα υπάρχουν τα προβλήματα που δημιουργεί η μεγάλη έκτασή του, δηλαδή η καθαριότητα και ο ευπρεπισμός του, αλλά και η συνεχής εξεύρεση τρόπων να κεντρίζεται το ενδιαφέρον των επισκεπτών κατά την περιήγησή τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση θεωρούμε ότι πρέπει να στραφούν οι ενασχολούμενοι με το χώρο στο άμεσο μέλλον, εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες που προσφέρει πλέον η τεχνολογία, ώστε οι επισκέπτες να κατανοούν όχι μόνο τη μορφή, αλλά και τη λειτουργία των αρχαιολογικών καταλοίπων, με τρόπο σαφή και ευχάριστο. Η διατήρηση του υπάρχοντος ενιαίου εισιτηρίου επίσκεψης αρχαιολογικού χώρου - μουσείου θεωρούμε ότι πρέπει να συνεχιστεί, ώστε ο επισκέπτης να θεωρεί το χώρο και το μουσείο ως μία ενότητα. Αυτή είναι εξάλλου και η βάση σχεδιασμού της έκθεσης του μουσείου, στο οποίο ο εκθεσιακός χώρος, τελείως ανοικτός με τις θεματικές ενότητες να διαχωρίζονται μόνο από διαφορετικά επίπεδα και χαμηλές προθήκες, αποτελεί μία μικρογραφία του αρχαιολογικού. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στον επισκέπτη να ανασυνθέσει, με τα εκτεθειμένα κινητά ανασκαφικά ευρήματα, τα στοιχεία που απεκόμισε από την περιοδεία του στο χώρο και να κατανοήσει πολύπλευρα την καθημερινή και τη δημόσια ζωή των κατοίκων της πρωτεύουσας των αρχαίων Μακεδόνων.
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ Γ΄ Κ.Π.Σ. ΚΑΙ Ε.Σ.Π.Α.
Οι επιπτώσεις του παραπάνω αρχαιολογικού έργου, το οποίο εκτελείται από το 2002 στην Πέλλα, δεν μπορούν παρά να είναι θετικές όχι μόνο ως προς τις αρχαιότητες, αλλά και στο περιβάλλον τους. Εξασφαλίζονται θέσεις εργασίας σε μεγάλο αριθμό ατόμων, τόσο κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, όσο και μετά την αποπεράτωσή του, για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του. Η εξειδίκευση του προσωπικού υλοποίησης του έργου είναι πολύπλευρα χρήσιμη αρχικά για το ίδιο το έργο, καθώς τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι από άποψη χρόνου και ποιότητας τα επιθυμητά. Αλλά και μετά την αποπεράτωση του έργου, το προσωπικό αυτό μπορεί να απασχοληθεί σε ανάλογες ή σχετικές εργασίες είτε στην Πέλλα είτε σε άλλες περιοχές. Η εξειδίκευση αυτή μπορεί να συντελέσει ακόμα και στην ποιοτική αναβάθμιση τεχνικών έργων μη αρχαιολογικού χαρακτήρα, στα οποία ενδεχομένως το προσωπικό αυτό απασχοληθεί στο μέλλον. Οι εργαζόμενοι στο παραπάνω έργο μπορούν να μεταφέρουν στις οικογένειες και γενικότερα στον κοινωνικό περίγυρό τους την εμπειρία και τις γνώσεις τους και να εξάψουν το γενικότερο ενδιαφέρον για το αρχαιολογικό αντικείμενο. Έτσι, μπορεί να ενισχυθεί και το «δέσιμο» των τοπικών κοινωνιών με το αρχαιολογικό έργο. Η δυνατότητα παραχώρησης του αναδεδειγμένου χώρου για ελεγχόμενες πολιτιστικές εκδηλώσεις και εκπαιδευτικές δραστηριότητες μπορεί επίσης να βοηθήσει την προσέγγιση της σύγχρονης κοινωνίας στις αρχαιότητες.
Οι αποκτηθείσες λειτουργικές υποδομές του έργου, γενικότερα χρήσιμες για την υλοποίηση μακροπρόθεσμα αρχαιολογικών δραστηριοτήτων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και μετά την αποπεράτωσή του. Τέλος, τα νέα επιστημονικά στοιχεία που προέκυψαν (όπως αναφέρονται παραπάνω) και εξακολουθούν να προκύπτουν κατά την εκτέλεση του έργου εμπλουτίζουν, παράλληλα με την ιστορική - αρχαιολογική γνώση, και την τεχνογνωσία που υπήρχε στην αρχαιότητα σε διάφορους τομείς. Βελτιώνονται έτσι συνεχώς τα υλικά και οι μέθοδοι επέμβασης στο αρχαιολογικό αντικείμενο, με στόχο την καλύτερη προστασία του με την εφαρμογή αναστρέψιμων επεμβάσεων.